- αυτανέψιος
- αὐτανέψιος, ο (θηλ. -ία) (Α)1. ανιψιός ή εξάδελφος κάποιου2. αυτός που ανήκει στους εξαδέλφους («αὐτανέψιος στόλος», Αιοχ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτανέψιος — own cousin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτανεψίοις — αὐτανέψιος own cousin masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτανεψίου — αὐτανέψιος own cousin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτανεψίους — αὐτανέψιος own cousin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτανεψίων — αὐτανέψιος own cousin masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτανέψιοι — αὐτανέψιος own cousin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτανέψιον — αὐτανέψιος own cousin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)